- απέδρασα
- απέδρασα (να αποδράσω, κατά το ανάκλασα, βλ. πίν. 71
, αόρ. του αρχ. ρ. αποδιδράσκω)
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ἀπέδρασα — ἀπέδρᾱσα , ἀπό δράω do aor ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπό ἑδράζω cause to sit aor ind act 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποδιδράσκω — (αποδιδράσκω) → δες απέδρασα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής